φρυγανίζομαι

φρυγανικός

φρυγάνιον
φρυγανικός, ή, όν [ῡᾰ] de menu bois sec, de broussailles, Th. H.P. 6, 1, 1 ||
E
Sup. φρυγανικώτατος, Th. C.P. 3, 7, 11.
Étym. φρύγανον.