φρυγανίστρια

φρυγανῖτις

φρυγανοειδής
φρυγανῖτις, ίτιδος [ῡᾰῑτῐδ] adj. f. fait de menu bois mort, de broussailles, Hld. 9, 8.
Étym. φρύγανον.