φρυγανοφόρος

φρυγανώδης

φρύγετρον
φρυγανώδης, ης, ες [ῡᾰ] semblable à des broussailles, comme la bruyère, Th. H.P. 6, 6, 2 ; Diosc. 4, 48, 162 ; τὰ φρ. Th. H.P. 1, 3, 4, les bruyères.
Étym. φρύγανον, -ωδης.