φθειροκτόνον

φθειροποιός

φθειροπύλη
φθειρο·ποιός, ός, όν :
1 qui engendre des poux, Plut. M. 646c ||
2 qui produit de petites pommes, en parl. d’un pin, Th. H.P. 2, 2, 6.
Étym. φθείρ, ποιέω.