φθεισήνωρ

φθερσίϐροτος

φθερσιγενής
φθερσί·ϐροτος, ος, ον, qui fait périr les mortels, Epigr. (Paus. 3, 8, 5) ; Anth. 6, 158.
Étym. φθείρω, βροτός.