φύγαδε

φυγαδεία

φυγαδεῖον
φυγαδεία, ας () [ῠᾰδ]
1 exil, bannissement, Pol. 6, 14, 7 ||
2 au plur. les exilés, Spt. Ezech. 17, 20.
Étym. φυγαδεύω.