φυγαδευτέος

φυγαδευτήριον

φυγαδευτήριος
φυγαδευτήριον, ου (τὸ) [ῠᾰ] c. φυγαδεῖον, Plut. M. 988a ; Spt. Num. 35, 15 ; Jos. 20, 2, etc.
Étym. neutre du suiv.