φύγδην

φύγεθλον

φύγεργος
φύγεθλον, ου (τὸ) sorte de tumeur à l’aine, Gal. ad Glauc. 11, 72.
Étym. p.-ê. par dissimil. p. *φλύγεθλον, cf. φλύκταινα, φλύω.