φυγόλεκτρος

φυγομαχέω-ῶ

φυγόμαχος
φυγομαχέω-ῶ [ῠᾰ] refuser (litt. fuir) le combat, faire retraite, Pol. 3, 90, 10 ; Plut. Lyc. 18 ; DS. 17, 27, etc.
Étym. φυγόμαχος.