φυκιοφόρος

φυκίς

φυκογείτων
φυκίς, ίδος () [] la femelle du poisson φύκης, Arstt. H.A. 6, 13, 8 ; Epich. (Ath. 319c) ; Anth. 6, 105 ; 7, 702 ; Plut. M. 981f.