φῦκος

φυκοφάγος

φυκόω-ῶ
φυκο·φάγος, ος, ον [ῡᾰ] qui se nourrit d’algues ; subst. ὁ φ. Arstt. (Ath. 305f) sorte de poisson.
Étym. φῦκος, φαγεῖν.