φυκογείτων

φυκόθριξ

φῦκος
φυκό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῡῐχ] qui a une chevelure d’algues, couronné d’algues, Matr. (Ath. 135b).
Étym. φῦκος, θρίξ.