φυκτός

φυκώδης

φύλαγμα
φυκώδης, ης, ες []
1 plein d’algues, Arstt. H.A. 8, 19, 9 ||
2 qui concerne les algues, Diosc. 5, 135.
Étym. φῦκος, -ωδης.