φυλλόρροια

φυλλόρροος

φυλλοσινής
*φυλλό·ρροος, ος, ον, p. nécessité métrique φυλλόροος, qui laisse tomber ou perd ses feuilles, Opp. C. 1, 116.
Étym. φ. ῥέω.