φυλλοσινής

φυλλοστάφυλον

φυλλοστρώς
φυλλο·στάφυλον, ου (τὸ) [ᾰῠ] autre n. de la plante κάππαρις, Diosc. Noth. 2, 204.
Étym. φ. σταφύλη.