φυτοτροφία

φυτοτρόφος

φυτουργεῖον
φυτο·τρόφος, ος, ον [] qui élève ou cultive des plantes, A. Rh. 3, 1403 ; Geop. 5, 12, 4.
Étym. φυτόν, τρέφω.