φυξήλιος

φύξηλις

φυξίμηλα δένδρα
φύξηλις, ιδος, acc. ιν (ὁ, ἡ) [ῐδ] fuyard, lâche, Il. 17, 143 ; Nic. Al. 472 ; Lyc. 943 ; Syn. Hymn. 5, 46.
Étym. φεύγω.