Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πικραίνω
πικραμμός
πικραντικῶς
πικραμμός,
οῦ
(
ὁ
)
c.
πικρασμός,
Aqu.
Job
3, 5
.
Étym.
πικραίνω
.