Πίμπλεια

πιμπλέω

πίμπλη
πιμπλέω, ion. c. πιμπλάω (part. prés. pl. fém. πιμπλεῦσαι) Hés. Th. 880 ; pass. impf. 3 sg. ἐπιμπλέετο, var. ἐπίμπλατο, Hdt. 3, 108.