Πινυτός

πινυτόφρων

πινυτῶς
πινυτό·φρων, ων, ον, gén. ονος [ῐῠ] à l’esprit inspiré, sage, prudent, Anth. 3, 8 ; 7, 22 ; A. Pl. 325.
Étym. πινυτός, φρήν.