πισσίτης οἶνος

πισσοκαυτέω

πισσόκηρος
*πισσο·καυτέω, seul. att. πιττο·καυτέω-ῶ, traiter par le feu pour en extraire la poix : τὴν πεύκην, Th. H.P. 9, 2, 3, le pin.
Étym. πίσσα, καυτός.