Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστό·φρων,
ων, ον,
gén.
ονος,
loyal,
Man.
4, 580
.
Étym.
πιστός, φρήν
.