πιθανός

πιθανότης

πιθανουργία
πιθανότης, ητος () [ῐᾰ]
1 talent de persuader ou de plaire, Pol. 23, 18, 2, etc. ; Plut. M. 1040b ||
2 vraisemblance, Plat. Leg. 839d, etc. ; Arstt. Nic. 1, 6, 15.
Étym. πιθανός.