πιθανουργία

πιθανουργικός

πιθανουργός
πιθανουργικός, ή, όν [πῐ] qui concerne l’art de persuader, Numén. (Eus. P.E. 729) ; ἡ πιθανουργική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 222c, l’art de persuader par la parole.
Étym. πιθανουργός.