Πιθηκοῦσσαι

πιθηκοφαγέω-ῶ

πιθηκοφόρος
πιθηκο·φαγέω-ῶ [ῐᾰ] se nourrir de singes, Hdt. 4, 194.
Étym. πίθηκος, φαγεῖν.