Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλακουντοποιός
πλακουντώδης
πλακοῦς
πλακουντώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] en forme de gâteau,
Th.
H.P.
4, 10, 4 ;
Ath.
646
c
.
Étym.
πλακοῦς
,
-ωδης
.