πλάνιος

πλανόδιος

πλανολόγος
πλαν·όδιος (seul. acc. f. pl. πλανοδίας) [ᾱν par nécessité métr. p. ᾰν] égaré, Hh. Merc. 75 ; sel. d’autres, gén. sg. d’un subst. πλανοδία, ας () écart hors du droit chemin.
Étym. πλάνη, ὁδός.