πλανῆτις

πλανητός

πλάνιος
πλανητός, ή, όν []
1 errant, Plat. Rsp. 479d, Tim. 19e; ἄστρα πλανητά, Plat. Leg. 821b, etc. astres errants ||
2 sujet à erreur, Plut. M. 550d.
Étym. πλανάω.