πλασματογράφος

πλασματώδης

πλάσσω
πλασματώδης, ης, ες [μᾰ] feint, fictif, imaginaire, Arstt. G.A. 4, 1, 12 ; Plut. Rom. 8, etc.
Étym. πλάσμα, -ωδης.