πλαταγέω-ῶ

πλαταγή

πλατάγημα
πλαταγή, ῆς () [ᾰᾰ] cliquette, sorte de castagnette, Arstt. Pol. 8, 6, 1 ; A. Rh. 2, 1056 ; DS. 4, 13 ; Plut. M. 714e, etc.
Étym. πλατάσσω.