πλαταμών

πλατάνιος

πλατανιστάς
πλατάνιος, α, ον [ᾰᾰ] de platane ; τὰ πλατάνια (s. e. μῆλα), Ath. 81a, sorte de pommes de même saveur que la feuille tendre du platane.
Étym. πλάτανος.