πλατάνιστος

πλατανιστοῦς

πλάτανος
πλατανιστοῦς, οῦντος () [ᾰᾰ] lieu couvert de platanes, Thgn. 882.
Étym. contr. p. *πλατανιστόεις, de πλατάνιστος.