πλατυαύχην

πλατυγάστωρ

πλατυγίζω
πλατυ·γάστωρ, ωρ, ορ, gén. ορος [ᾰῠ] au ventre large, Arstt. H.A. 5, 22, 1.
Étym. πλ. γαστήρ.