πλατυγίζω

πλατύγλωττος

πλατυίσχιος
πλατύ·γλωττος, ος, ον [] dont la langue est large, Arstt. H.A. 2, 12 ||
Cp. πλατυγλωττότερος, Arstt. P.A. 2, 17.
Étym. πλατύς, γλῶττα.