Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαρφος
πλατύ·καρπος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] au fruit large,
Diosc.
3, 61 dout.
Étym.
πλ. καρπός
.