Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατυλίσγιον
πλατυλίσγων
πλατυλογέω-ῶ
πλατυ·λίσγων,
ωνος
(
ὁ
)
[
ᾰῠ
] hoyau
ou
bêche large,
Héron
Bel.
p. 11
.
Étym.
πλ. λίσγος
.