πλατύτης

πλατύφυλλος

πλατυχαίτας
πλατύ·φυλλος, ος, ον [ᾰτῠ] à larges feuilles, Arstt. An. post. 2, 16, 2 ; Th. H.P. 3, 8, 2 ||
Cp. πλατυφυλλότερος, Th. C.P. 5, 7, 2.
Étym. πλ. φύλλον.