πλατύρροος-ους

πλατύρρυγχος

πλατύς
πλατύ·ρρυγχος, ος, ον [] au large bec ou au large museau, Timocl. (Ath. 339f); Arstt. P.A. 3, 1, 16.
Étym. πλ. ῥύγχος.