πλατύσημος

πλάτυσμα

πλατυσμάτιον
πλάτυσμα, ατος (τὸ) [λᾰ] objet large, d’où :
1 lame plate (de cuivre, de fer, etc.) Aét. 9, 48 ||
2 large gâteau, Gal. 4, 526.
Étym. πλατύνω.