πλειστογονέω-ῶ

πλειστόγονος

πλειστοδυναμέω-ῶ
πλειστό·γονος, ος, ον, né du même sein et en même temps que d’autres, Ptol. Tetr. p. 110.
Étym. πλεῖστος, γίγνομαι.