Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
Πλειστῶναξ
πλειστο·φόρος,
ος, ον,
très productif,
Th.
H.P.
3, 7, 6
.
Étym.
πλ. φέρω
.