πλειστήρης

πλειστηριάζω

πλειστηρίζομαι
πλειστηριάζω, vendre le plus cher possible, surfaire, Lys. fr. 4 ; Plat. com. 2-2, 619 Mein. ||
Moy. m. sign. Némés. N.H. p. 107.
Étym. πλειστήρης.