Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλεκτάνιον
πλεκτανόστολος
πλεκτανόω-ῶ
πλεκτανό·στολος,
ος, ον
[
ᾰ
] tiré au moyen de cordages,
Lyc.
230
.
Étym.
πλεκτάνη, στέλλω
.