πλεόνασις

πλεόνασμα

πλεονασμός
πλεόνασμα, ατος (τὸ)
1 excès, surplus, Spt. Num. 31, 32 ||
2 t. de gr. pléonasme, Dysc. Synt. 137, 28, etc.
Étym. πλεονάζω.