πλεονεκτητέον

πλεονεκτικός

πλεονεκτικῶς
πλεονεκτικός, ή, όν, cupide, arrogant, violent, Isocr. 283d ; Dém. 777, 3, etc. ||
Cp. πλεονεκτικώτερος, Arstt. Pol. 7, 14, 15 ; sup. πλεονεκτώτατος, Arstt. Rhet. 3, 17, 17.
Étym. πλεονέκτης.