πλευριτικός

πλευρῖτις

πλευροειδῶς
πλευρῖτις, ίτιδος [ῑῐδ] du côté; ἡ πλ. (s. e. νόσος) Hpc. Aph. 1248, Ar. Eccl. 417, etc. pleurésie.
Étym. πλευρά.