Πλινθινήτης κόλπος

πλίνθινος

πλινθίον
πλίνθινος, η, ον [θῐ]
1 fait ou bâti en briques, Hdt. 5, 101 ; Xén. An. 3, 4, 11 ; Arstt. Metaph. 6, 7, 12 ||
2 d’argile, Dicéarq. p. 120 Gail ; Th. H.P. 5, 9, 8.
Étym. πλίνθος.