πλινθοφορέω-ῶ

πλινθοφόρος

πλινθόω-ῶ
πλινθο·φόρος, ου () qui porte des briques, manœuvre, titre d’une comédie de Diphile, Ar. Av. 1134.
Étym. πλίνθος, φέρω.