πλουτοκρατέομαι-οῦμαι

πλουτοκρατία

πλουτοποιός
πλουτο·κρατία, ας () [ᾰτ] gouvernement ou domination des riches, Xén. Mem. 4, 6, 12.
Étym. πλ. κράτος.