πλημμελέω-ῶ

πλημμέλημα

πλημμελής
πλημμέλημα, ατος (τὸ)
1 faute, offense, Eschn. 68, 35 ; Plut. Demetr. 27 ; Luc. Herm. 81 ||
2 gain illégitime, Isocr.
Étym. πλημμελέω.